- πολυαής
- πολυαής ές, ([etym.] ἄημι)A blowing hard,
αὖραι Q.S.1.253
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὖραι Q.S.1.253
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek